- γλῶχες
- γλώξbeard of cornfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γλωξ — γλώξ η (Α) (μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες το γένι τού σταχιού, το άγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι»… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
πηρίν — και πηρίς, ῑνος, ἡ, Α ο σάκος τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα ίν/ ίς (πρβλ. γλωχ ίν/ ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ ίν/ ίς: ῥήγνυμι, σταμ ῖνες: ἵστημι, στάμ νος)] … Dictionary of Greek
όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… … Dictionary of Greek
glōgh- : glǝgh- — glōgh : glǝgh English meaning: spike Deutsche Übersetzung: ‘stachel, Spitze” Material: Gk. γλῶχες “ spike of the ear “, γλωχΐς, ῖνος f. “cusp, peak”, γλῶσσα, Att. γλῶττα, Ion. γλάσσα “reed” (originally nom. *γλῶχι̯ᾱ gen.… … Proto-Indo-European etymological dictionary